- απολυτρωτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που συντελεί στην απολύτρωση: Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν απολυτρωτική για τον άνθρωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απολυτρωτικός — ή, ό αυτός που απολυτρώνει … Dictionary of Greek
ἀπολυτρωτικαί — ἀπολυτρωτικός for ransom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)